- μικρομεσαίος
- -α, -οάτομο μικρού ή μεσαίου οικονομικού εύρους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μικρομεσαίος — α, ο χαρακτηρισμός που χρησιμοποιείται για τις μικρής και μεσαίας οικονομικής επιφάνειας επιχειρήσεις, σε αντιδιαστολή προς τις μεγάλες, καθώς και για τους ιδιοκτήτες τους … Dictionary of Greek
μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… … Dictionary of Greek